- φιδεικόμμισσον
- και φειδεκόμμισον, τὸ, Ακληρονομικό καταπίστευμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fideicommissum < fides, -ei «πίστη» + committo «συνάπτω, συμβάλλω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φειδεκόμμισσον — Α βλ. φιδεικόμμισσον … Dictionary of Greek
φιδεϊκομισσάριος — ὁ, Α αυτός στον οποίο έχουν εμπιστευθεί καταπίστευμα, θεματοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fideicommissarius < fideicommissum (πρβλ. φιδεικόμμισσον) + κατάλ. arius (πρβλ. ταβουλ άριος)] … Dictionary of Greek